- αλληλεπίκουρος
- η , ο помогающий друг другу, поддерживающий друг друга; солидарный (с кем-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλληλεπίκουρος — η, ο αμοιβαίος επίκουρος, αυτός που βοηθεί και ταυτόχρονα βοηθείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επίκουρος] … Dictionary of Greek
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek